-
1 παραγίγνομαι
παραγίγνομαι, [dialect] Ion. and later Gr. [suff] παρα-γίνομαι [pron. full] [ῑ], [tense] aor. [voice] Pass.Aπαρεγενήθην Plb.3.99.2
, etc.:—to be beside, by or near: c. dat. pers. et rei, καί σφιν παρεγίγνετο δαιτί attended them at the banquet, Od.17.173: c. dat. pers. only, Σοφοκλεῖ π. ἐρωτωμένῳ was by him when he was asked, Pl.R. 329b, cf. Antipho 6.17: c. dat. rei only, π. τῇ μάχῃ to be present at.., Pl.Chrm. 153c;τῇ συνουσίᾳ Id.Smp. 172c
, cf. Hdt.8.109; alsoπ. ἐν τοῖς ἀγῶσι Isoc.12.52
; ἐν τοιοῖσδε λόγοις, ἐν τῇ συνουσίᾳ, Pl.Prt. 337a, Smp. 173b: abs., Antipho 2.3.5.2 π. τινί come to one's side, stand by, second, Hes.Th. 429, 436, Hdt.3.32;μάρτυρες.. τοῖσι θανοῦσιν π. A.Eu. 319
(anap.); ἐπί τινα against one, Th.2.95; μάχῃ.. π. τισί support them in battle, Id.3.54: abs., Hes.Th. 432, Th.6.67;ἄνδρες ἱππῆς -γένεσθε Ar.Eq. 242
;- γενηθεὶς ἐπάγγελτος SIG708.21
(Istropolis, ii B. C.).3 of things, to be at hand, accrue to one, , cf. X.Mem. 4.2.2;φόβοι παραγιγνόμενοί τισι Isoc.5.34
;ἀρετὴ π. οἷς ἂν π. Pl. Men. 99e
, cf. 86d, Arist.EN 1099b16;ἀπὸ φυσιολογίας Phld.Rh.1.122
S.; of scientific learning, Arist.APo. 71a4; of virtue,ὅτῳ τρόπῳ παραγίγνεται Pl.Men. 71a
.4 π. ἀπό τινος to be descended from.., or perh. to have a right to attend a sacrifice through descent from.., Inscr.Cos405.II come to, τινι Thgn.139, X.Cyr.4.1.14, etc.;π. ἐς κώμην Hdt.1.185
; π. ἐς τὠυτό come to the same point, Id.2.4;ἐς τὸ δέον Id.1.32
;ἐπὶ τὰς ταφάς Aeschin.3.235
: abs., arrive, come up,παρεγένοντο αἱ νέες Hdt.6.95
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραγίγνομαι
-
2 ἐφοδιάζω
A furnish with supplies for a journey,ἀποπέμπουσι ἐποδιάσαντες ἐς Ἀθήνας Hdt. 9.99
; τινα Plu.Cat.Mi.65: c. dupl. acc.,ἐφόδιον -ιάσεις αὐτόν LXX De.15.14
: metaph., of Philosophy,ἐ. τινὰ πρὸς τὴν στρατείαν Plu. 2.327e
:—[voice] Med., supply oneself,ἐκ τῆς πόλεως Plb.18.20.2
:—[voice] Pass., to be supplied with, τι LXX Jo.9.12;λαμπρῶς -ασθείς J.BJ2.7.1
: metaph., Ph.1.535;διὰ τὸ μὴ ἐφωδιάσθαι ἀπὸ φυσιολογίας Theo Sm. p.188
H.2 generally, supply or furnish with a thing,αὑτοὺς ἀλκῇ καὶ ὅπλοις D.S.5.34
; alsoταῦτά σοι ἐφωδίασα Apollod.Poliorc.138.1
.4 = impetum facio, irruo, Gloss.II [voice] Med., c. acc. rei, πενταδραχμίαν ἑκάστῳ ἐφοδιασάμενος having seen that five drachmae were paid to each, X.HG1.6.12.2 metaph., maintain, promote,ἀργίαν Plu.Sol.23
;τὴν ἀπείθειαν Id.Cor.16
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐφοδιάζω
См. также в других словарях:
Παβλόφ, Ιβάν Πέτροβιτς — (Ριαζάν 1849 – Μόσχα 1936). Ρώσος φυσιολόγος. Ήταν γιος παπά και σπούδασε στην ιερατική σχολή της γενέτειράς του. Επηρεάστηκε από τον επαναστατικό φιλελευθερισμό των Ρώσων διανοουμένων της εποχής του κατά της παραδοσιακής παιδείας και απέκτησε… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
αγωγή — I Η εξελικτική διαμόρφωση της προσωπικότητας του ανθρώπου, μέσω της επίδρασης που ασκεί το φυσικό και κυρίως κοινωνικό περιβάλλον πάνω στις βιολογικές καταβολές του ατόμου. Συνεπώς, η α., όσο και η ίδια η ζωή του ανθρώπου, υπογραμμίζει την… … Dictionary of Greek
βιολογία — Επιστήμη που ερευνά τους γενικούς νόμους που διέπουν τη ζωή. Ο όρος χρησιμοποιείται άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που ερευνά τις σχέσεις μεταξύ των ζωντανών οργανισμών και του περιβάλλοντός τους και άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που… … Dictionary of Greek
ανατομία — Η επιστήμη που μελετά τη μορφή και τη δομή των έμβιων οργανισμών. Υποδιαιρείται σε α. των φυτών, α. των ζώων και α. του ανθρώπου. Η τελευταία διαιρείται και αυτή σε δύο βασικούς κλάδους: την περιγραφική και την τοπογραφική. Η περιγραφική… … Dictionary of Greek
βιοχημεία — Επιστήμη που μελετά όλα τα στοιχεία και τις ουσίες που συνθέτουν συνολικά τους ζώντες οργανισμούς και διερευνά τα χημικά και φυσικοχημικά φαινόμενα που εκδηλώνονται σε αυτούς, με σκοπό να καθορίσει μια συσχέτιση μεταξύ των φαινομένων αυτών και… … Dictionary of Greek
πληροφορίας, θεωρία της — Η εμφάνιση και ο πολλαπλασιασμός των προβλημάτων που συνδέονται με τις τηλεπικοινωνίες και με τις κυβερνητικές συσκευές οδήγησε σε μια βαθιά θεωρητική έρευνα και έναν ακριβή ορισμό της πληροφορίας. Με τον όρο αυτό ονομάζουμε το σύνολο των… … Dictionary of Greek
εγκεφαλοπάθεια, σπογγοειδής — Ομάδα σποραδικών (αυτόματης εμφάνισης, χωρίς αναγνωριζόμενη αιτία), μεταδιδόμενων ή κληρονομικών εγκεφαλοπαθειών, που παρουσιάζουν ποικιλία στον χρόνο επώασης και στην ταχύτητα εξέλιξης, είναι όμως πάντα θανατηφόρες, αφού μέχρι τώρα δεν υπάρχει… … Dictionary of Greek
Νόμπελ, βραβεία — Βραβεία που ίδρυσε με τη διαθήκη του (27 Νοεμβρίου 1895) ο Άλφρεντ Νόμπελ, για να τιμούνται κάθε χρόνο οι πέντε προσωπικότητες χωρίς διάκριση φυλής ή εθνικότητας οι οποίες «στο έτος που πέρασε προσέφεραν τη μεγαλύτερη ωφέλεια στην ανθρωπότητα»,… … Dictionary of Greek
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek